- διωγμός
- ο (AM διωγμός) [διώκω]1. καταδίωξη2. καταδίωξη που αποβλέπει σε εξόντωση, κατατρεγμός («οι διωγμοί τών Αρμενίων, τών Εβραίων κ.λπ.», «οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν»)3. αποπομπήαρχ.κυνήγι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διωγμός — the chase masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμός — ο καταδίωξη με σκοπό την εξόντωση, κατατρεγμός, αποπομπή: Διωγμός των χριστιανών. – Διωγμός των αντιφρονούντων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διωγμοῖς — διωγμός the chase masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμοῖσι — διωγμός the chase masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμοί — διωγμός the chase masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμοῦ — διωγμός the chase masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμούς — διωγμός the chase masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμῶν — διωγμός the chase masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμῷ — διωγμός the chase masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διωγμόν — διωγμός the chase masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)